- συστρώννυμι
- και συνστρώννυμι ΜΑ, και συστορέννυμι και συστορνύω Α1. απλώνω, στρώνω μαζί («συνέστρωσε πάντα», Αριστε.)2. (κατ' επέκτ.) εξομαλύνω («ἐς ὁμαλότητά τινα καὶ ἀκινησίαν ἅπαντα συνέστρωντο», Ευνάπ.)αρχ.στρώνω συγχρόνως.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν* + στρώννυμι / στορέννυμι / στόρνυμι «στρώνω, εκτείνω, απλώνω» (βλ. λ. στρώνω)].
Dictionary of Greek. 2013.